αερόχρους

αερόχρους
ἀερόχρους, -ουν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, τού ουρανού, γλαυκός, γαλάζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + -χρους < χρόα «χρώμα» ή χρώς, χροός «το δέρμα, η επιδερμίδα, το χρώμα τής επιφάνειας τού σώματος, το χρώμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”